- ὀκτάρρυμον
- ὀκτάρρῡμον , ὀκτάρρυμοςwith eight polesmasc/fem acc sgὀκτάρρῡμον , ὀκτάρρυμοςwith eight polesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκτάρρυμος — ὀκτάρρυμος, ον (Α) (για άρμα) 1. αυτό που έχει οκτώ ρυμούς 2. (κατ επέκτ.) αυτό που σύρεται από οκτώ ζεύγη αλόγων ή βοδιών («τὸ τετράρρυμον αὐτοῡ ἅρμα,...ὀκτάρρυμον ποιήσασθαι, ὥστε ὀκτώ ζεύγεσι βοῶν ἄγειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ.… … Dictionary of Greek